παραστατέω
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
A stand by or near, abs., A.Ag.877 ; φόβος ἀνθ' ὕπνου π. ib. 14 ; πέλας τινὶ π. Id.Th.669, cf. S.OT 400, E.Ph.160. 2 stand by, i. e. support, succour, c. dat., S.El.917, Ar.Th.370 (lyr.), etc. ; ἐν γόοις π. [τινι] A.Ag.1079(lyr.).
German (Pape)
[Seite 500] daneben, dabei, zur Seite stehen; φόβος γὰρ ἀνθ' ὕπνου παραστατεῖ, Aesch. Ag. 14, vgl. 851. 1174; Soph. O. R. 399; Eur. Phoen. 163; ἡμῖν θεοὺς παραστατεῖν, zum Schutze, Ar. Thesm. 370.
Greek (Liddell-Scott)
παραστᾰτέω: ἵσταμαι πλησίον, ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 877· φόβος ἀνθ’ ὕπνου π. αὐτόθι 14· π. πινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 669· π. τινι πέλας ἢ πλησίον Σοφ. Ο. Τ. 400, Εὐρ. Φοίν. 160. 2) παρίσταμαι, δηλ. ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, τινι Σοφ. Ἠλ. 917, κτλ· ἐν γόοις π. [τινι] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1079.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se tenir auprès de, τινι;
2 assister, secourir, τινι.
Étymologie: παραστάτης.
Greek Monotonic
παραστᾰτέω: μέλ. -ήσω·
1. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Τραγ.
2. στέκομαι δίπλα, υποστηρίζω, βοηθώ, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παραστᾰτέω:
1) стоять возле (θρόνοις πέλας Soph.; Ἀδράστῳ πλησίον Eur.): φόβος ἀνθ᾽ ὕπνου παραστατεῖ Aesch. страх вместо сна стоит у ложа (Агамемнона);
2) быть в помощь, помогать (τινι Soph., Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραστατέω [παραστάτης] naast... staan, met dat.; overdr. bijstaan, helpen.