ἑλεόθρεπτος

From LSJ
Revision as of 13:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλεόθρεπτος Medium diacritics: ἑλεόθρεπτος Low diacritics: ελεόθρεπτος Capitals: ΕΛΕΟΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: heleóthreptos Transliteration B: heleothreptos Transliteration C: eleothreptos Beta Code: e(leo/qreptos

English (LSJ)

ον, (ἕλος)

   A marsh-bred, σέλινον Il.2.776, Nic.Th.597.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλεόθρεπτος: -ον, (ἕλος) ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι τρεφόμενος, λωτὸν ἐρεπτόμενοι ἑλεόθρεπτόν τε σέλινον Ἰλ. Β. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui croît litt. se nourrit dans les marais ou les marécages.
Étymologie: ἕλος, τρέφω.

Greek Monotonic

ἑλεόθρεπτος: -ον (ἕλος, τρέφω), αυτός που τρέφεται σε έλος, ελόβιος.

Russian (Dvoretsky)

ἑλεόθρεπτος: растущий на болоте, болотный (σέλινον Hom.).

Middle Liddell

ἑλεό-θρεπτος, ον ἕλος, τρέφω
marsh-bred, Il.