ἀνταπερύκω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ῡ],
A keep off in turn, AP15.14 (Theoph.).
German (Pape)
[Seite 244] dagegen abhalten, Anth. Pal. XV, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπερύκω: [ῡ], ἀποκρούω καὶ ἐγώ, Ἀνθ. Π. 15. 14.
French (Bailly abrégé)
repousser en revanche.
Étymologie: ἀντί, ἀπερύκω.
Greek Monotonic
ἀνταπερύκω: [ῡ], μέλ. -ξω, αποκρούω με τη σειρά μου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπερύκω: (с другой стороны) отталкивать от себя (τινὰ φιλεῖν μέν, τινὰ δέ ἀ. Anth.).