ἐσχαρεών
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A = ἐσχάρα 1, Theoc.24.48, AP7.648 (Leon.). 2 forge, Nonn.D.14.22, al.
German (Pape)
[Seite 1045] ῶνος, ὁ, = ἐσχάρα, Heerd, Theocr. 24, 48 u. a. sp. D., wie Leon. Tar. 64 (VII, 648).
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχαρεών: -ῶνος, ὁ, = ἐσχάρα Ι, Θεόκρ. 24. 48, Ἀνθ. Π. 7. 648.
Greek Monolingual
ἐσχαρεών (-ῶνος), ὁ (Α) εσχάρα
εσχάρα, σχάρα.
Greek Monotonic
ἐσχᾰρεών: -ῶνος, ὁ, = ἐσχάρα I, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχᾰρεών: ῶνος ὁ Theocr., Anth. = ἐσχάρα 1 и 4.
Middle Liddell
ἐσχᾰρεών, ῶνος, = ἐσχάρα I, Theocr.]