ἰαμβιάζω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
= sq., AP7.405 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1233] = Folgdm, Philipp. 83 (VII, 405).
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβιάζω: τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 405.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἰαμβιάζω: = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβιάζω: Anth. = ἰαμβίζω.