Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυρώματα

From LSJ
Revision as of 23:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek (Liddell-Scott)

θυρώματα: τά, (θυρόω) δωμάτιον μετὰ θυρῶν, κοιτών, Ἡρόδ. 2. 169. ΙΙ. θύρα μετὰ τῶν παραστάδων, τοῦ πλαισίου καὶ ὅλων τῶν ἐξαρτημάτων, Θουκ. 3. 68, Λυσ. 154. 38, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Δημ. 568. 17, κτλ.· τὰ θυρ. ἀποσπάσας ὁ αὐτ. 845. 19: ― ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 160 78. 2) καθόλου, πινακίς, Διωτογένης Πυθαγ. παρὰ Στοβ. 251. 22, Ἀρχύτ. παρὰ τῷ αὐτῷ 269. 19. ΙΙΙ. παράθυρον, ἴδε Πλούτ. 2. 273Β. ― Τὸ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monotonic

θυρώματα: τά (θυρόω),
I. δωμάτιο με πόρτες που οδηγούν προς το ίδιο, κάμαρα, σε Ηρόδ.
II. πόρτα με παραστάδες, σε Θουκ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρώματα: τά
1) дверь, преимущ. створчатая: διξὰ θυρώματα Her. пара дверей, по друг. пара комнат с дверьми;
2) дверь с дверной рамой Thuc., Lys., Dem., Diod.: ὀροφαὶ καὶ θυρώματα Thuc., Plut. кровельный и дверной материал;
3) деревянный щит (διαφραξαι τὸν τόπον θυρώμασι καὶ πέτροις Diod.).

Middle Liddell

θύρωματα, τά, θυρόω
I. a room with doors to it, a chamber, Hdt.
II. a door with posts and frame, Thuc., Dem.