στεφανηπλόκια

From LSJ
Revision as of 01:14, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνηπλόκια Medium diacritics: στεφανηπλόκια Low diacritics: στεφανηπλόκια Capitals: ΣΤΕΦΑΝΗΠΛΟΚΙΑ
Transliteration A: stephanēplókia Transliteration B: stephanēplokia Transliteration C: stefaniplokia Beta Code: stefanhplo/kia

English (LSJ)

τά,

   A place where wreaths are plaited or sold, AP12.8 (Strat.): sg. στεφανοπλόκιον, = coronarium, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος ἔνθα πλέκονται ἢ πωλοῦνται στέφανοι, Ἀνθ. Π. 12. 8.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
lieu où l’on tresse et vend des couronnes.
Étymologie: στεφανηπλόκος.

Greek Monolingual

τά, Α στεφανηπλόκος
τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια.

Greek Monotonic

στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στεφᾰνηπλόκια: τά место, где плетут и продают венки Anth.

Middle Liddell

στεφᾰνηπλόκια, ων, τά,
a place where wreaths are plaited or sold, Anth. [from στεφᾰνηπλόκος]