χρυσόχρους

From LSJ
Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur d’or.
Étymologie: χρυσός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν, και χρυσόχροος, -ον, ΜΑ
χρυσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. χαλκό-χρους].

Middle Liddell

χρῡσό-χρους, ουν,
gold-coloured, Anth.