νεωρίς
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = νεώριον, Str.1.3.20 (sed leg. νεωρίων).
Greek (Liddell-Scott)
νεωρίς: -ίδος, ἡ, = νεώριον, Στράβ. 61 (ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον νεωρίων).
Greek Monolingual
νεωρίς, ἡ (Α)
νεώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + επίθημα -ις (πρβλ. νεοσσι-ίς)].
Greek Monotonic
νεωρίς: -ίδος, ἡ, = νεώριον, σε Στράβ.