πεμπτός

From LSJ
Revision as of 05:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτός Medium diacritics: πεμπτός Low diacritics: πεμπτός Capitals: ΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: pemptós Transliteration B: pemptos Transliteration C: pemptos Beta Code: pempto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sent, ἀπὸ τῶν τετρακοσίων π. πρέσβεις f.l. in Th.8.86.

German (Pape)

[Seite 553] adj. verb. von πέμπω, geschickt, gesendet, Thuc. 8, 86 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
envoyé.
Étymologie: adj. verb. de πέμπω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεμπτός, -ή, -όν, ΝΑ πέμπω
σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.).

Greek Monotonic

πεμπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που στέλεται, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτός: [adj. verb. к πέμπω посланный: οἱ ἀπὸ τῶν τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις Thuc. послы «совета Четырехсот».

Middle Liddell

πεμπτός, ή, όν verb. adj.]
sent, Thuc. [from πέμπω