βουλευτέον

From LSJ
Revision as of 06:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτέον Medium diacritics: βουλευτέον Low diacritics: βουλευτέον Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΕΟΝ
Transliteration A: bouleutéon Transliteration B: bouleuteon Transliteration C: voulefteon Beta Code: bouleute/on

English (LSJ)

   A one must take counsel, ὅπως . . A.Ag.847; τί χρὴ δρᾶν S.El.16; περί τινος Isoc.6.90: pl., βουλευτέα Th.7.60.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βουλευθῇ, νὰ σκεφθῇ, Θουκ. 7. 60· ὅπως… Αἰσχύλ. Ἀγ. 847· τί χρὴ δρᾶν Σοφ. Ἠλ. 16.

Spanish (DGE)

hay que considerar o deliberar, hay que decidir τὸ ... καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ β. A.A.847, τί χρὴ δρᾶν ... β. S.El.16, περὶ ... τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασιν β. sobre las mismas cosas no han de adoptarse las mismas consideraciones por todos Isoc.6.90, cf. Th.1.72, 6.90, X.Cyr.4.5.24.

Greek Monotonic

βουλευτέον: ρημ. επίθ. του βουλεύω, πρέπει κανείς να συλλογισθεί, να σκεφτεί, σε Αισχύλ., Σοφ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευτέον, adj. verb. van βουλεύω, er moet overlegd worden.