ἀναδικάζω

From LSJ
Revision as of 11:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδῐκάζω Medium diacritics: ἀναδικάζω Low diacritics: αναδικάζω Capitals: ΑΝΑΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: anadikázō Transliteration B: anadikazō Transliteration C: anadikazo Beta Code: a)nadika/zw

English (LSJ)

   A decide again, hear on appeal, τὰ γνωσθέντα Ph.1.299: abs., reverse a decision, AP5.221 (Agath.).    II Med., renew an action after a previous judgement had been cancelled, Is.Fr.145.

German (Pape)

[Seite 186] sein Urtheil abändern, Agath. 10 (V, 222); med., einen Rechtshandel von neuem anfangen, Isaeus bei Poll. u. Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδῐκάζω: ἀποφασίζω ἐκ νέου, δικάζω ἐφεσιβληθεῖσαν ὑπόθεσιν, τὰ γνωσθέντα Φίλων 1. 299. ΙΙ. Μέσ., ἀνανεώνω δίκην μετὰ τὴν ἀναίρεσιν τῆς πρώτης ἀποφάσεως, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. καὶ Πολυδ. 8. 23.

Spanish (DGE)

(ἀναδῐκάζω)
jur.
I act.
1 juzgar de nuevo, juzgar en apelación Ph.1.299.
2 revocar un juicio o sentencia, AP 5.222 (Agath.).
II med. apelar, entablar acción de nuevo Is.Fr.46, PSI 767.41 (IV a.C.).

Greek Monolingual

ἀναδικάζω)
(νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση της πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δικάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση].

Russian (Dvoretsky)

ἀναδῐκάζω:
1) менять свой суд (ἀνεδίκαζε Πάρις Anth.);
2) med. начинать сызнова судебный процесс Isae.