σιτοπαραγωγός

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

-ό, Ν
1. (για τόπους) αυτός που παράγει σιτάρισιτοπαραγωγός περιοχή»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σιτοπαραγωγός
αυτός που καλλιεργεί και πωλεί σιτηρά («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν ούτε τα έξοδά τους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].