ξινός

From LSJ
Revision as of 12:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ
2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί αλλοίωση και έχει αρχίσει να ξινίζει
3. (για φρούτα) άγουρος, στυφός
4. το ουδ. ως ουσ. το ξινό
το κιτρικό οξύ
5. (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ,) τα ξινά
τα εσπεριδοειδή
6. φρ. α) «μού βγήκε ξινό» — λέγεται για καταστάσεις που, ενώ στην αρχή είναι ευχάριστες, αργότερα αποβαίνουν δυσάρεστες
β) «του (ή της) αρέσουν τα ξινά» — είναι επιρρεπής στις ερωτικές απολαύσεις
7. παροιμ. «περσινά ξινά σταφύλια» — λέγεται για περασμένες και ξεχασμένες πλέον καταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὀξινος < αρχ. ὄξινος < ὄξος, με σίγηση του αρκτ. άτονου ο-].