μηλάνθη

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλάνθη Medium diacritics: μηλάνθη Low diacritics: μηλάνθη Capitals: ΜΗΛΑΝΘΗ
Transliteration A: mēlánthē Transliteration B: mēlanthē Transliteration C: milanthi Beta Code: mhla/nqh

English (LSJ)

ἡ,

   A = μηλολόνθη, Herod.9a.2.    II apple-blossom, Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 172] ἡ, = μηλολόνθη, Herod. Mim. bei Stob. Flor. 78, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μηλάνθη: ἡ, = μηλολόνθη, Εὐστ. Ἰλ. 1329, 26, προσέτι, μηλόνθη, αὐτόθι. 2) = ἄνθος μήλου, Φιλόστρ. 803, 12.

Greek Monolingual

μηλάνθη, ἡ (ΑΜ)
1. το έντομο μηλολόνθη
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη
εἶδος ζῷου μικροῡ»
3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον»
4. άνθος μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].