εμφυσώ

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐμφυσῶ)
1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς
λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.)
2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες
αρχ.
1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.)
2. φουσκώνω, διογκώνω
3. μτφ. μέσ. επαίρομαι, κομπάζω, φουσκώνω.