ολιγότητα
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
η (Α ὀλιγότης, -ητος) ολίγος
1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο
2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῦ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για χρόνο) βραχύτητα
2. (για φωνή) αδυναμία.