sullen
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος, δυσχερής, P. δύστροπος, V. στυγνός.
of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός, δύσφρων, συνωφρυωμένος.
look sullen: v. Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν.