συνωφρυωμένος

From LSJ
Revision as of 14:41, 25 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωφρυωμένος Medium diacritics: συνωφρυωμένος Low diacritics: συνωφρυωμένος Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: synōphryōménos Transliteration B: synōphryōmenos Transliteration C: synofryomenos Beta Code: sunwfruwme/nos

English (LSJ)

συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with meeting eyebrows, with knitted brow, with knitted brows, overcast, sullen, pensive. See also: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι, σύνοφρυς. Etymology: σύν, ὀφρύς.

Greek Monolingual

συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής.