διαχλευάζω

From LSJ
Revision as of 20:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχλευάζω Medium diacritics: διαχλευάζω Low diacritics: διαχλευάζω Capitals: ΔΙΑΧΛΕΥΑΖΩ
Transliteration A: diachleuázō Transliteration B: diachleuazō Transliteration C: diachlevazo Beta Code: diaxleua/zw

English (LSJ)

strengthd. for χλευάζω, c.acc., D.50.49, Pl.Ax.364b: abs., Plb.30.22.12.    2 deceive, τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.

German (Pape)

[Seite 613] = simplex, τινά, Dem. 50, 49; Pol. 17, 4, 4, öfter; Ath. XV, 694 e.

Greek (Liddell-Scott)

διαχλευάζω: ἐπιτεταμ. χλευάζω, μετ’ αἰτιατ., Δημ. 1221. 26, Πλάτ. Ἀξ. 364B· ἀπολ., Πολύβ. 30. 13, 12.

Spanish (DGE)

1 burlarse de, mofarse de c. ac. de pers. τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον Pl.Ax.364b, cf. D.50.49, Plb.18.4.4, 32.2.5, I.AI 15.220, Longin.29.1, Eus.VC 3.1.2, Chrys.M.60.661, c. ac. de abstr. τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.549
abs. Act.Ap.2.13, Origenes Cels.4.38, Sch.Ar.Nu.449c
fig. ἡ τύχη διαχλευάζει τὰ ἀνθρώπεια Procop.Goth.4.33.24.
2 engañar τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.

Greek Monolingual

διαχλευάζω (AM) (επιτατ. του χλευάζω)
μσν.
εξαπατώ, ξεγελώ («τινὲς δὲ διαχλευάζειν βουλόμενοι τοὺς ὠνουμένους», Γεωπονικά)
αρχ.
περιπαίζω.

Greek Monotonic

διαχλευάζω: επιτετ. τύπος του χλευάζω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διαχλευάζω: высмеивать, осмеивать (τινά Plat., Dem., Polyb.).

Middle Liddell

[strengthd. for χλευάζω Dem.]

Chinese

原文音譯:cleu£zw 赫留阿索

詞類次數:動詞(2)

原文字根:嘲弄

字義溯源:反唇相譏,嘲弄,譏誚;或源自(χεῖλος)=唇),而 (χεῖλος)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)又出自(χάσμα)X=裂開*)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 譏誚的(1) 徒17:32