переправляться
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
Russian > Greek
συνδιαβαίνω, διαβάλλω, πορθμεύω, διαπεραιόω, διαπορεύω, διαπορθμεύω, περαιόω, ἐπιδιαβαίνω, ἀποπεράω, διεκβάλλω, διαπεράω, διεκπεράω, διαβαίνω