ἀποπεράω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
carry over, Plu.Pomp.62, Mar.37,al.
Spanish (DGE)
atravesar εἰς τὴν ἄντικρυς νῆσον Plu.Mar.37, cf. Pomp.62.
German (Pape)
[Seite 318] übersetzen, Plut. Pomp. 62 Mar. 35.
French (Bailly abrégé)
ἀποπερῶ :
traverser.
Étymologie: ἀπό, περάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπεράω: переправляться (εἰς τὴν ἀντικρὺ νῆσον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπεράω: μέλλ. -άσω, Ἰων. -ήσω, ἐπὶ θαλάσσης, περῶ εἰς τὸ ἄλλο μέρος, εἰς τὴν ἀπέναντι ξηράν, Πλουτ. Πομπ. 62, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἀποπεράω: μέλ. -άσω, Ιων. -ήσω, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην απέναντι ξηρά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to carry over, Plut.