пышность
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Russian > Greek
σχῆμα, πολυτέλεια, πολυτεληΐη, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, πρόστασις, προστασία, ἁβρότης, φιλοκυδής, σχηματισμός, ὀγκηρόν, πανηγυρισμός, χλιδή, σπατάλη, χλίδημα, σεμνότης, φαντασία, ἐξουσία, πομπή