κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
χρηστός, ἥσσων, πιστός, ὑπήκοος, εὔαρχος, ταπεινός, εὐάγωγος, εὐπειθής, εὐπιθής, κτίλος, καταπειθής, πείθαρχος, πειθήμων, θεραπευτικός, ἐπιτήδειος, πιθανός