понятный
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
συνετός, γνωστός, γνώριμος, εὐκατανόητος, εὔκριτος, αἱρετός, εὐσύνετος, εὐξύνετος, λευκός, εὐσύνοπτος, σαφής, ἁλώσιμος, εὐαγής