валяться
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Russian > Greek
καλινδέομαι, συγκυλίομαι, ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι, ἐγκυλίω, συγκυλινδέομαι, κατάκειμαι, κυλίνδω