долгий
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
Russian > Greek
μακρός ;; ταναός ;; δολιχός ;; διηνεκής ;; διανεκής ;; ἐπίμονος ;; πολυχρόνιος ;; ἐπιχρόνιος ;; πάμμηνος ;; μακρημερία ;; μακρημερίη ;; μακραίων ;; δηρός ;; μακρόπνοος ;; μακρόπνους ;; παμμήκης ;; πολύφημος ;; πολύφαμος ;; δίχρονος ;; συχνός ;; ἐπιμήκης ;; χρόνιος ;; πολλοστός