беспорядочный
From LSJ
Russian > Greek
διάδρομος, ἄκριτος, ἀσύγκρατος, ἄκοσμος, ῥεμβώδης, ταραχώδης, ἀμέθοδος, ἄτακτος, ἀσύντακτος, ἀξύντακτος, ἀνυπότακτος, μιγάς, πολυμιγής, πουλυμιγής, θορυβώδης, συμμιγής
διάδρομος, ἄκριτος, ἀσύγκρατος, ἄκοσμος, ῥεμβώδης, ταραχώδης, ἀμέθοδος, ἄτακτος, ἀσύντακτος, ἀξύντακτος, ἀνυπότακτος, μιγάς, πολυμιγής, πουλυμιγής, θορυβώδης, συμμιγής