θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ῥυπάω ;; ῥυπόω ;; ῥυπαίνω ;; καταικίζω ;; ἐντιλάω ;; μολύνω ;; φορύσσω ;; μιαίνω ;; ἀναχρώννυμι ;; καταχρώννυμι ;; κηλιδόω ;; ἐπιρρυπαίνω ;; πινόω ;; κακόω