ῥυπόω

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠπόω Medium diacritics: ῥυπόω Low diacritics: ρυπόω Capitals: ΡΥΠΟΩ
Transliteration A: rhypóō Transliteration B: rhypoō Transliteration C: rypoo Beta Code: r(upo/w

English (LSJ)

A make foul and filthy, befoul (cf. ῥυπάω):—Pass., to be foul and filthy, Ep.pf. part. Pass., εἵματα.. τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται Od.6.59, cf. Hp.Mochl.33, Mul.1.66; ἐρρυπωμένος Sch. Ar.Ach.425; ῥυπωθῆναι Ph.Fr.9 H.:—Act., dub. l. in Thphr. Char. 15.6.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzig machen, beschmutzen, besudeln, beflecken, verunreinigen, pass. schmutzig, unsauber werden, sein; ep. part. perf. pass. ῥερυπωμένος, beschmutzt, Od. 6, 59, wo einige Gramm. mit dem spiritus lenis ῤερυπ. schreiben wollten; Sp., auch im pass. – Vgl. ῥυπάω.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
seul. part. pf. Pass. ῥερυπωμένος;
salir, souiller.
Étymologie: ῥύπος.
2épq. c. ῥυπάω.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠπόω: Hom. = ῥυπάω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπόω: ποιῶ ῥυπαρόν, ῥυπαίνω, λερώνω (πρβλ. ῥυπάω).- Παθ., εἶμαι ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἐπικ. μετοχ. παθ. πρκμ. ῥερῠπωμένος, ὅλος ἀκάθαρτος, ἵνα κλυτὰ εἵματ’ ἄγωμαι ἐς ποταμὸν πλυνέουσα τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται Ὀδ. Ζ. 59, Ἱππ. 616, 36., 859Β (ἀνθ’ οὗ τινες τῶν γραμματικῶν γράφουσι μετὰ ψιλῆς ἐπὶ τοῦ ρ: ῤερυπωμένος)· ἐρρυπωμένος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 425. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 161.

English (Strong)

from ῥύπος; to soil, i.e. (intransitively) to become dirty (morally): be filthy.

Greek Monotonic

ῥῠπόω: ῥυπόωντα, Επικ. αντί ῥυπάω, ῥυπάοντα.

Chinese

原文音譯:?upÒw 呂坡哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)污穢
字義溯源:弄污,污穢,叫他⋯污穢,不潔;源自(ῥύπος)*=污穢)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 叫他⋯污穢(1) 啓22:11