ῥυπάω

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυπάω Medium diacritics: ῥυπάω Low diacritics: ρυπάω Capitals: ΡΥΠΑΩ
Transliteration A: rhypáō Transliteration B: rhypaō Transliteration C: rypao Beta Code: r(upa/w

English (LSJ)

Ep. ῥυπόω,
A to be filthy, slovenly, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Od.6.87; ῥωγαλέα, ῥυπόωντα 13.435; ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω 19.72; νῦν δ' ὅττι ῥυπόω 23.115; ῥυπόωντα δὲ ἕστα χιτῶνα 24.227; ῥυπῶντα, κυφόν, ἄφλιον Ar.Pl.266; of the habits of Spartans and philosophers, ἐρρύπων, ἐσωκράτων Ar.Av.1282; τοὺς Πυθαγοριστὰς.. ῥυπᾶν ἑκόντας Aristopho 9.2, cf. Luc.Nec.4; τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων Ael.NA 14.4.
II Pass., to be filled with wax, of the ear, prob. in S.Fr. 858.

German (Pape)

[Seite 852] schmutzig sein, beschmutzt sein; μάλα περ ῥυπόωντα (gedehnt für ῥυπῶντα) καθῆραι, Od. 6, 87, wie 13, 435. 24, 227; u. so auch ῥυπόω aus ῥυπῶ gedehnt, 23, 115 (s. unten ῥυπόω); ἐῤῥύπων, Ar. Av. 1282, u. öfter; Aristophon bei Ath. IV, 161 e u. in später Prosa, wie Luc. vit. auct. 7 fugit. 33.

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. épq. ῥυπόω, et impf. ἐρρύπων;
être sale, malpropre.
Étymologie: ῥύπος.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠπάω: эп. ῥῠπόω
1 быть грязным, неопрятным Hom., Arph., Luc.;
2 делать грязным, пачкать (τὰ ῥερυπωμένα, sc. εἵματα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠπάω: Ἐπικ. ῥῠπόω, (ῥύπος) εἶμαι ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, πλήρης ῥύπου, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι Ὀδ. Ζ. 87· ῥωγαλέα, ῥυπόωντα Ν. 435· ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω Τ. 72· νῦν δ’ ὅττι ῥυπόω Ψ. 115· ῥυπόωντα δὲ ἕστο χιτῶνα Ω. 227· παρατ. ἐρρύπων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282· ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 226· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν φιλοσόφων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων ὁ αὐτ. 1282· τοὺς Πυθαγοριστὰς ... ῥυπᾶν ἑκόντας Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3, πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 4.

English (Autenrieth)

ῥυπόω, part. ῥυπόωντα: be dirty, soiled.

Greek Monotonic

ῥῠπάω: Επικ. -όω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. (ῥύπος), είμαι βρωμερός, μιαρός, βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. ἐρρύπων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥύπος
to be foul, filthy, dirty, Od.; imperf. ἐρρύπων, Ar.