ἐπιρρυπαίνω
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
A soil on the surface, ὥσπερ ἰοῦ -αίνοντος τὴν πολυτέλειαν Plu.2.828a, cf. Philum.Ven.3.2 (Pass.).
II. Pass., become foul again, of a wound, Archig. ap. Orib.46.26.3.
French (Bailly abrégé)
salir à la surface.
Étymologie: ἐπί, ῥυπαίνω.
German (Pape)
auf der Oberfläche schmutzig machen, Plut. vit. aer. al. 2, vom Rost.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρῠπαίνω: (сверху) покрывать грязью, пачкать, марать (τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρῠπαίνω: καθιστῶ τι ῥυπαρὸν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, Πλούτ. 2. 828Α.
Greek Monolingual
ἐπιρρυπαίνω (Α) ρυπαίνω
1. λερώνω, ρυπαίνω («ὥσπερ ἰοῦ ἐπιρρυπαίνοντος τὴν πολυτέλειαν», Πλούτ.)
2. παθ. ἐπιρρυπαίνομαι
(για τραύματα) γίνομαι συνεχώς ρυπαρός, ακάθαρτος.