κηλιδόω
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
Dor. κᾱλ- Ecphant.(v.infr.):—stain, soil, τὰἱμάτια Arist. Insomn.460a12 (Pass.):—Pass., D.C.77.11: metaph., defile, sully, E.HF1318, Ecphant. ap. Stob.4.7.64:—Pass., Ph.1.156.
German (Pape)
[Seite 1431] beflecken, beschmutzen, pass. ἱμάτια Arist. de insomn. 2; κηλιδοῦσθαι, Flecken bekommen, D. C. 77, 11; übertr., δεσμοῖσι διὰ τυραννίδας πατέρας ἐκηλίδωσαν θεοί Eur. Herc. F. 1318; τὼς ἁγιωτάτως τόπως ἐκαλίδωσαν Ecphant. Stob. fl. 48, 64; τὸν τῆς ἱστορίας ὄγκον Dio Cass. 72, 18; adj. verb., Suid.
French (Bailly abrégé)
κηλιδῶ :
tacher, salir, souiller.
Étymologie: κηλίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηλιδόω [κηλίς] bevlekken, overdr.: οὐ δεσμοῖσι... πατέρας ἐκηλίδωσαν; hebben zij niet door boeien hun vaders te schande gemaakt? Eur. HF 1318.
Russian (Dvoretsky)
κηλῑδόω:
1 пачкать, грязнить (ἱμάτια Arst.);
2 осквернять, бесчестить (δεσμοῖσί τινα Eur.).
Greek Monotonic
κηλῑδόω: μέλ. -ώσω, κηλιδώνω, λερώνω, λεκιάζω, ρυπαίνω, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κηλῑδόω: κηλιδώνω, λερώνω, τὰ ἱμάτια Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2, 11, Δίων Κ. 77. 11· ― μεταφορ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1318, Ἔκφαντ. παρὰ Στοβ. 333. 29, κτλ.