решительный
From LSJ
φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
Russian > Greek
πρακτικός, δραστήριος, ἐρρωμένος, ἰσχυρός, κραταιός, σύντονος, δραστικός, ἰθύς, τομός, ἑτεραλκής, ἰτητικός, παρακινδυνευτικός, θρασυμήδης, θρασυμήχανος, θρασυμάχανος, ἰταμός, τολμήεις, ἑτοῖμος