ἰτητικός

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτητικός Medium diacritics: ἰτητικός Low diacritics: ιτητικός Capitals: ΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: itētikós Transliteration B: itētikos Transliteration C: ititikos Beta Code: i)thtiko/s

English (LSJ)

ἰτητική, ἰτητικόν, = ἰταμός, Max.Tyr. 41.5: Comp., ib.21.2: Sup. ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους most ready to encounter dangers, Arist.EN1116b26.

German (Pape)

[Seite 1274] = ἴτης, ἰταμός; Arist. Eth. 3, 8 ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους; einzeln bei Sp.

Greek Monolingual

ἰτητικός, -ή, -όν (Α) ιτάω
ιταμός, παράτολμος («ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἰτητικός: (ῐτ) смелый, отважный, решительный (πρὸς τοὺς κινδύνους Arst.).