ἰτητικός
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
ἰτητική, ἰτητικόν, = ἰταμός, Max.Tyr. 41.5: Comp., ib.21.2: Sup. ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους most ready to encounter dangers, Arist.EN1116b26.
German (Pape)
[Seite 1274] = ἴτης, ἰταμός; Arist. Eth. 3, 8 ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους; einzeln bei Sp.
Greek Monolingual
ἰτητικός, -ή, -όν (Α) ιτάω
ιταμός, παράτολμος («ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἰτητικός: (ῐτ) смелый, отважный, решительный (πρὸς τοὺς κινδύνους Arst.).