Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
cowardly: P. and V. δειλός, ἄτολμος, V. ἄψυχος; see cowardly.
afraid, fearful: P. περιδεής, περίφοβος, φοβερός.
make (one) nervous: P. ἔκπληξιν παρέχειν τινί.