horrible
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης, V. δύσχιμος, ἔμφοβος, σμερδνός, δυσθέατος.
with horrible looks: V. δεινώψ; see also loathesome.
Spanish > Greek
ἀλλόκοτος, ἀπόστροφος, ἀσχήμων, δειμαλέος, δυσηλεγής, δυσειδής, δυσόρατος, δειμώδης, δειματώδης, ἀνάρσιος, ἄζηλος, ἀποτρόπαιος