ἀπόστροφος
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ἀπόστροφον,
A turned away, averted, ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω S.Aj.69: turned away from, c. gen., σελήνης Man.1.57: also c. dat., δισσοῖς σελάεσσιν ἀ. οἶμον ἰοῦσα Id.6.127. Adv. ἀποστρόφως Lyd.Ost.15.
b Astrol., not conjoined, Vett. Val.53.24, etc.
2 to be turned from, dreadful, epithet of the Erinyes, Orph.H.70.8.
II as substantive, ἀπό-στροφος, ἡ, apostrophe, Sch.D.T.p.135H., etc.; mark of elision, EM638.19, etc.
2 turning away of chorus from stage in Comic parabasis, Platon.Diff.Com.8.
Spanish (DGE)
-ον
I 1apartado a otro lado, desviado ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω S.Ai.69
•c. gen. σελήνης Man.1.57
•c. dat. δισσοῖς σελάεσσιν ἀπότροφον οἶμον Man.6.127.
2 astrol. carente de conjunción de la luna, Vett.Val.53.5.
II que aparta, que aleja de ahí fig. horrible, aterrador epít. de las Erinis, Orph.H.70.8.
III adv. ἀποστρόφως = desviadamente ὅταν δὲ ἀ. ἀνίσχῃ ὁ κομήτης Lyd.Ost.15. < ἀπόστροφος ἀποστρυθάομαι > ἀπόστροφος, -ου, ἡ
1 vuelta del coro hacia el público en la parábasis de la comedia ἀπόστροφον ἐποιεῖτο πρὸς τὸν δῆμον Platon.Diff.1.35.
2 ret. apóstrofe Sch.D.T.135.15.
3 gram. apóstrofo, signo de elisión Diom.435.16, Priscian.520.11, Donat.372.9, Isid.Etym.1.19.8, EM 638.19G.
German (Pape)
[Seite 328] 1) abgewandt, ὀμμάτων ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω Soph. Ai. 69. – 2) wovon man sich abwendet, fürchterlich, die Furien, Orph. H. 70, 8. – 3) Bei Gramm. ἡ ἀπόστροφος, der Apostroph.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se détourne.
Étymologie: ἀποστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
I обращенный в сторону, отвращенный (ὄμματα Soph.).
II ὁ грам. апостроф (знак элизии).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόστροφος: -ον, ἐγὼ γὰρ ἀποστρόφους αὐγὰς ἀπείρξω σὴν πρόσοψιν εἰσιδεῖν, κατὰ πρόληψιν, ἀντὶ τοῦ ἀποστρέψασα τὰς αὐγὰς τῶν ὀμμάτων αὐτοῦ, θὰ ἐμποδίσω νά σε ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 69: μετὰ γεν., ὁ ἀπεστραμμένος ἀπό τινος, ὁππότ’ ἐκεῖνοι ἀπόστροφοι ὦσι Σελήνης Μανέθ. 1. 57. 2) ὡς ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, φοβερός, ἀποτρόπαιος, Ὀρφ. Ὕμν. 70. 8. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀπόστροφος, ἐν τῇ γραμμ., σημεῖον ἐκθλίψεως φωνήεντος ἢ φωνηέντων, Ἀν. Ὀξ. 3. 356, 29. ΙΙΙ. ἐπὶ τοῦ χοροῦ ἐν τῷ ἀρχ. θεάτρῳ, ὅτε ἐστρέφετο καὶ ὡμίλει πρὸς τὸν δῆμον, παράβασις, Πλατώνιος «περὶ διαφορᾶς κωμῳδιῶν» ἐν προλεγομ. εἰς Ἀριστοφ. σ. ΧΙΙΙ, 44, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
(Α ἀπόστροφος, -ον)
το θηλ. ως ουσ. το σημείο της έκθλιψης φωνήεντος (κατ' ολίγον, επ' αυτού, απ' όλους)
αρχ.
1. αυτός που έχει αποστρέψει (δηλ., έχει γυρίσει αλλού) το πρόσωπο του
2. ο αποτρόπαιος
3. το θηλ. ως ουσ. θεατρ. η παράβαση του χορού.
Greek Monotonic
ἀπόστροφος: -ον (ἀπο-στρέφομαι), αυτός που έχει στραφεί μακριά, σε Σοφ.
Middle Liddell
[ἀποστρέφομαι]
turned away, Soph.