vengeance
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. τιμωρία, ἡ, τίσις, ἡ (Plato), V. ποινή, ἡ, or pl. (rare P.), ἄποινα, τά (rare P.), ἀντίποινα, τά.
the day of vengeance: V. ἡμέρα δικηφόρος (Aesch., Agamemnon 1577).
vengeance would have fallen on Aegisthus at last: V. δίκη τ' ἂν ἦλθεν Αἰγίσθῳ πότε (Eur., Electra 42).
take vengeance (on), v.: P. and V. τιμωρεῖσθαι; (acc. or absol.), ἀμύνεσθαι (acc. or absol.), ἀνταμύνεσθαι (acc. or absol.), ἀντιτιμωρεῖσθαι (acc. or absol.), μετέρχεσθαι (acc.). Ar. and V. ἀνταμείβεσθαι; (acc. or absol.), τίνεσθαι (acc.), V. ἀποτίνεσθαι; (acc.) (Eur., Ion, 972), ποινᾶσθαι (acc.), δίκας αἴρεσθαι παρά (gen.), ἀποτίνεσθαι δίκην (acc. or absol.); see punish.
take vengeance for, v.: P. and V. ἀμύνεσθαι; (acc.), τιμωρίαν λαμβάνω, τιμωρίαν λαμβάνειν (gen.), δίκην λαμβάνω, δίκην λαμβάνειν (gen.), τίσιν λαμβάνω, τίσιν λαμβάνειν (gen.), V. ἄποινα μετέρχεσθαι (gen.), ἀντίποινα πράσσειν (gen.), τίνεσθαι (acc.), ἐκτίνεσθαι (acc.), ἐκπράσσειν (acc.), ἐκδικάζειν (acc.), Ar. ἀποτίνεσθαι (acc.); see punish.