βαρβαρώδης
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ες,
A barbaric, Sch.Ar.Pax752: Comp., Tz.H.4.601.
German (Pape)
[Seite 433] ες, barbarisch, Schol. Ar. Pax 752.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβαρώδης: -ες, (εἶδος) βαρβαρικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753.
Spanish (DGE)
-ες bárbaro Sch.Ar.Pax 753, Tz.H.4.600.
Greek Monolingual
βαρβαρώδης, -ες (Μ) βάρβαρος
βάρβαρος στους τρόπους ή στο είδος.