ψελλιστής
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A stammerer, Gloss. II of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι Hippiatr.10 (v.l. ψυλλισταί, κονδυλισταί).
Greek (Liddell-Scott)
ψελλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, ψελλίζω
άτομο που δυσκολεύεται να μιλήσει
μσν.
άλογο του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές μέσα στον στάβλο.