κατακέντημα

From LSJ
Revision as of 15:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακέντημα Medium diacritics: κατακέντημα Low diacritics: κατακέντημα Capitals: ΚΑΤΑΚΕΝΤΗΜΑ
Transliteration A: katakéntēma Transliteration B: katakentēma Transliteration C: katakentima Beta Code: katake/nthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A puncture, Pl.Ti. 76b.

German (Pape)

[Seite 1352] τό, das Durchstochene, Loch, Plat. Tim. 76 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατακέντημα: τό, στῖξις, στῖγμα, σημεῖον, ἡ ὀπὴ ἡ σχηματισθεῖσα ἐκ τοῦ κεντήματος, Πλάτ. Τίμ. 76Β.

Greek Monolingual

κατακέντημα, τὸ (Α) κατακεντώ
η τρύπα που σχηματίζεται από το κέντημα.

Russian (Dvoretsky)

κατακέντημα: ατος τό прокол(ы), отверстия Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακέντημα -ατος, τό [κατακεντέω] gat.