καυκαλίας
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ὁ, kind of
German (Pape)
[Seite 1407] ὁ, ein Vogel, Hesych. καυκιάλης.
Greek (Liddell-Scott)
καυκᾰλίας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
καυκαλίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka-, kokila- και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα kau- «ουρλιάζω» ή kawā- «θορυβώδες, φωνακλάδικο πουλί»].