μητρόξενος
From LSJ
English (LSJ)
(Dor. ματρό- Hsch.), ὁ,
A bastard, Poll.3.21.—Rhod. word, acc. to Sch.E. Alc.989.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, der Bastard, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόξενος: -ον, νόθος, «τὸν δὲ νόθον καὶ μητρόξενον ἔνιοι καλοῦσι» Πολυδ. Γ΄, 21· - Ροδία λέξις, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1001, πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μητρόξενος, δωρ. τ. ματρόξενος, -ον (Α)
νόθος γιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ξένος.