περίπλικτος
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
English (LSJ)
ον,
A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
var. de περίπλεκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.
Greek Monotonic
περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περίπλικτος: Theocr. v. l. = περίπλεκτος.
Middle Liddell
περίπλικτος, ον,
crossed, Luc. [from περιπλίσσομαι