ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Full diacritics: ποτνιαστής | Medium diacritics: ποτνιαστής | Low diacritics: ποτνιαστής | Capitals: ΠΟΤΝΙΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: potniastḗs | Transliteration B: potniastēs | Transliteration C: potniastis | Beta Code: potniasth/s |
οῦ, ὁ,
A lamenter, Phld. Herc.1457.12.
ὁ, Α ποτνιῶμαι
αυτός που κραυγάζει θρηνητικά.