σκληροκοίλιος
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
ον,
A costive, Dsc. 5.19, Aët.7.10.
German (Pape)
[Seite 900] hartleibig, mit hartem Unterleibe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκοίλιος: -ον, δυσκοίλιος, Διοσκ. 5. 27.
Greek Monolingual
-ον, Α
δυσκοίλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοίλιος (< κοιλία)].