σκωπαῖος
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
English (LSJ)
v.l. σκοπ-, ὁ, among the Sybarites, a
A dwarf, Timae. ap. Ath.12.518e; cf. στίλπων.
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, bei den Sybariten ein Zwerg, sonst στίλπωνες, Ath. XII, 518 f.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπαῖος: ὁ, παρὰ τοῖς Συβαρίταις, νᾶνος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 518Ε· ὡσαύτως στίλπων ἢ στίλβων. (Πιθ. ἐκ τοῦ σκώπτω).
Greek Monolingual
και, κατά δ. γρφ., σκοπαῑος, ὁ, Α
(στους Συβαρίτες) ο νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω.