συμπρογιγνώσκω
From LSJ
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
A foreknow or foresee along with, Iamb.Myst.6.4.
German (Pape)
[Seite 990] (s. γιγνώσκω), mit voraussehen, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρογιγνώσκω: ἢ -προγινώσκω, προγνωρίζω ἢ προβλέπω ὁμοῦ μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6.
Greek Monolingual
Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].
Greek Monolingual
Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].