φέκλη

From LSJ
Revision as of 21:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέκλη Medium diacritics: φέκλη Low diacritics: φέκλη Capitals: ΦΕΚΛΗ
Transliteration A: phéklē Transliteration B: pheklē Transliteration C: fekli Beta Code: fe/klh

English (LSJ)

ἡ, = Lat.

   A faecula, Ruf.Fr.115, Critoap.Gal.12.490; cf. σφέκλη, φαίκλα.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz, faecula, faex vini, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φέκλη: ἡ, τρυγία οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται σφέκλη ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α
το κατακάθι του κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»].